αλικοντίζω

αλικοντίζω
(λ. τουρκ.), -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, εμποδίζω: Θα πήγαινε κι αυτός μαζί τους στο ταξίδι, αλλά την τελευταία στιγμή αλικοντίστηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλικοντίζω — και αλικουντίζω 1. εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ 2. πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alikomak «σταματώ, κατακρατώ, εμποδίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. αλικόντι, αλικόντιση, αλικόντισμα] …   Dictionary of Greek

  • αλικουντίζω — αλικούντισμα κ.λπ. βλ. αλικοντίζω, αλικόντισμα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αλικόντι — το και αλικόντια, η εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήμα αλικοντίζω υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • αλικόντιση — η [αλικοντίζω] 1. το αλικόντι 2. βραδύτητα, καθυστέρηση …   Dictionary of Greek

  • αλικόντισμα — και αλικούντισμα, το [αλικοντίζω] το αλικόντι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”